- επαύξημα
- το (AM ἐπαύξημα) [επαυξάνω]το αποτέλεσμα τού επαυξάνω, η επαύξηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαύξημα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαυξήματα — ἐπαύξημα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)